- σοφισματώδης
- σοφ-ισμᾰτώδης, ες,A sophistical, Arist.Top.158a35, Procl.in Prm.p.954 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σοφισματώδης — sophistical masc/fem acc pl (attic epic doric) σοφισματώδης sophistical masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σοφισματώδης sophistical masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισματώδης — ῶδες, Α [σόφισμα, ίσματος] (για συλλογισμό) αυτός που έχει πολλά σοφίσματα, γεμάτος με σοφίσματα … Dictionary of Greek
σοφισματώδη — σοφισματώδης sophistical neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σοφισματώδης sophistical masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σοφισματώδης sophistical masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισματῶδες — σοφισματώδης sophistical masc/fem voc sg σοφισματώδης sophistical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισματώδεις — σοφισματώδης sophistical masc/fem acc pl σοφισματώδης sophistical masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισματώδεσι — σοφισματώδης sophistical masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)